- τριμηναίος
- -αία, -ον, Αβλ. τριμηνιαίος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριμηνιαίος — α, ο / τριμηνιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και τριμηναῑος, Α 1. αυτός που γίνεται κάθε τρίμηνο 2. αυτός που έχει ηλικία τριών μηνών 3. αυτός που διαρκεί τρεις μήνες αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ τριμηνιαία χρονική περίοδος τριών μηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίμηνος +… … Dictionary of Greek